Δυσκοιλιότητα I.D
Η χρόνια δυσκοιλιότητα αποτελεί μια συχνή παθολογική διαταραχή, με καταγεγραμμένο επιπολασμό που κυμαίνεται μεταξύ 3% και 27% στον γενικό πληθυσμό, o οποίος αυξάνεται με την ηλικία. Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει μια υπεροχή στο γυναικείο φύλο. Η δυσκοιλιότητα αποτελεί ένα σύμπτωμα το οποίο είναι πιθανό να έχει ποικίλα αίτια, και συνεπώς, υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις διάγνωσης και επιλογές θεραπείας, που κυμαίνονται από απλές αλλαγές στον τρόπο ζωής έως εξειδικευμένες φαρμακολογικές θεραπείες αλλά και χειρουργικές επεμβάσεις.
Θεραπεία
Τα συνολικά μέτρα υπέρ της αλλαγής του τρόπου ζωής μπορεί να είναι χρήσιμα σε κάποιους ασθενείς για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας και συμβάλλουν στη βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής. Όσον αφορά την τροποποίηση του τρόπου ζωής, οι περισσότερες μελέτες περιγράφουν παρεμβάσεις που αφορούν την αύξηση της πρόσληψης διαιτητικών (ή αλλιώς εδώδιμων ή φυτικών) ινών, υγρών και σωματικής άσκησης. Δεδομένα από παρατηρήσεις και πειράματα, τονίζουν ότι οι φυτικές ίνες είναι ο κυριότερος διαιτητικός παράγοντας για τον όγκο κοπράνων και τον χρόνο διόδου τους δια μέσω του εντερικού σωλήνα. Όσο μεγαλύτερος ο όγκος των κοπράνων και πιο ταχύς ο χρόνος διέλευσης, τόσο καλύτερο το καθαρτικό αποτέλεσμα για τα παιδιά και τους ενήλικες. Γενικότερα, οι διαιτητικές ίνες δημιουργούν μαλακά/ ογκώδη και εύκολα στη διέλευση κόπρανα. Σύμφωνα με το Αμερικανικό Κολλέγιο Γαστρεντερολογίας, οι διαιτητικές ίνες, ιδιαίτερα οι διαλυτές, είναι αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση της χρόνιας δυσκοιλιότητας.
Διαιτητικές (Φυτικές) Ίνες: Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε
Οι διαιτητικές ίνες έχουν μακρά ιστορία. Ο όρος «διαιτητική ίνα» χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Hipsley το 1953, για να περιγράψει τα άπεπτα (δηλ. δεν υπόκεινται σε πέψη και απορρόφηση από τα ένζυμα του γαστρεντερικού συστήματος) συστατικά των φυτών, που συνιστούν το κυτταρικό τοίχωμα τους. Το τοίχωμα των φυτικών κυττάρων είναι ουσιώδες για την διατήρηση της δομής και λειτουργίας των φυτών. Είναι πλούσιο σε ένα πλήθος πολυσακχαριτών και βρίσκεται σε όλα τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης, ωστόσο με διαφορετική δομή και χημική σύσταση, ανάλογα με την πηγή (φρούτα, λαχανικά, όσπρια και δημητριακοί καρποί). Τη χρονική εκείνη στιγμή, ήταν απλώς μια φυσιολογική-βοτανική περιγραφή. Αν κοιτάξουμε πίσω στα τελευταία 50 χρόνια, δεν θα είχαμε προβλέψει την τρέχουσα επιστημονική σημασία (και δημοφιλία) στις διαιτητικές ίνες. Ως προς αυτό, πρέπει να ευχαριστήσουμε τους δύο “πατέρες” της διαιτητικής ίνας, τους Dr. Denis Burkitt και Dr. Hugh Trowell (Burkitt and Trowell, 1975) και την αρχική τους υπόθεση η οποία είχε δύο βασικές δηλώσεις:
- Μια διατροφή πλούσια σε τρόφιμα τα οποία περιέχουν τοίχωμα φυτικού κυττάρου είναι προστατευτική έναντι μεγάλου φάσματος νόσων, ιδίως τις διαδεδομένες στις πλούσιες κοινότητες της Δύσης (π.χ. δυσκοιλιότητα, εκκολπωμάτωση, καρκίνο παχέως εντέρου, καρδιοπάθειες, διαβήτη, παχυσαρκία και χολολιθίαση).
- Σε ορισμένες περιπτώσεις μια διατροφή χαμηλή σε τοιχώματα φυτικών κυττάρων αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα ασθένειας.
Είναι σαφές ότι η πρωταρχική υπόθεση σχετίζεται με τον τύπο της διατροφής και θεωρεί ότι η ουσιώδης διαφορά μεταξύ προστατευτικών και μη προστατευτικών διατροφών, είναι η ποσότητα των συστατικών του τοιχώματος των φυτικών κυττάρων που παρέχουν.
Το ενδιαφέρον για τον ορισμό της έννοιας και την μέτρηση των διαιτητικών ινών στα τρόφιμα προκλήθηκε από τις φυσιολογικές επιδράσεις οι οποίες σχετίζονται με την κατανάλωσή τους. Σε αυτές περιλαμβάνονται η μείωση του χρόνου διάβασης στο έντερο και η αύξηση του όγκου των κοπράνων, η μείωση των επιπέδων της ολικής ή/ και LDL χοληστερόλης στο αίμα και η μείωση των επιπέδων της μεταγευματικής γλυκόζης ή/ και ινσουλίνης στο αίμα.
Ο ορισμός του Hipsley επεκτάθηκε το 1972 από τον Βρετανό φυσικό Hugh TrowelI ως “το μέρος εκείνο των τροφίμων το οποίο προέρχεται από το φυτικό κυτταρικό τοίχωμα που πέπτεται ελάχιστα από τον άνθρωπο” (Trowell HC 1974). Έκτοτε, ο ορισμός έχει πολλές φορές αναθεωρηθεί. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) η διαιτητική ίνα ορίζεται ως “οι άπεπτοι υδατάνθρακες συν την λιγνίνη”. H EFSA θεωρεί ότι οι κύριοι τύποι διαιτητικών ινών είναι:
- Μη-αμυλούχοι πολυσακχαρίτες (NSP) (κυτταρίνη, ημικυτταρίνη, πηκτίνες, υδροκολλοειδή όπως οι β-γλυκάνες),
- Ανθεκτικοί ολιγοσακχαρίτες (Φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες FOS, γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες GOS, άλλοι ανθεκτικοί ολιγοσακχαρίτες),
- Ανθεκτικό άμυλο (resistant starch) και
- Λιγνίνη που σχετίζεται εκ φύσεως με διαιτητικές ίνες πολυσακχαρίτες
Οι διαιτητικές ίνες περιλαμβάνουν πολλές περίπλοκες ενώσεις, κάθε μια από τις οποίες έχει μοναδική χημική δομή και φυσικές ιδιότητες. Ανάλογα λοιπόν με τον τύπο τους, εκφράζουν διάφορες φυσικές και μεταβολικές δράσεις οι οποίες είναι σημαντικές για την υγεία. Όσον αφορά τη λειτουργία του εντέρου, έχουν τόσο προληπτική, όσο και θεραπευτική δράση. Οι διαιτητικές ίνες ταξινομούνται με βάση: την πηγή προέλευσης, τη διαλυτότητά τους στο νερό, την ζύμωση στο έντερο, και τις φυσιολογικές τους επιδράσεις. Μια απλή ταξινόμησή τους η οποία χρησιμοποιείται ευρέως είναι με βάση την διαλυτότητά τους στο νερό, όπου και διακρίνονται σε:
- Διαλυτές διαιτητικές ίνες: Έχουν μεγάλη ικανότητα άμεσης συγκράτησης υγρών – ιδιαίτερα νερού – οδηγώντας σε σχηματισμό γέλης κατά τη διέλευση στον γαστρεντερικό σωλήνα, η οποία βοηθά στην αύξηση της περιεκτικότητας του νερού στα κόπρανα όσο και στον όγκο των κοπράνων. Παράλληλα, οι διαλυτές ίνες υφίστανται ζύμωση (ακόμα και 100%) από τα βακτήρια του παχέος εντέρου, οδηγώντας στην παραγωγή λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου (short chain fatty acids, SCFA). H παραγωγή των SCFA προκαλεί, μεταξύ άλλων, αλλαγές στην εντερική μικροχλωρίδα, οδηγώντας στην αύξηση της εντερικής βιομάζας και συνεπώς στη μείωση του χρόνου διέλευσης των κοπράνων. Παραδείγματα διαλυτών ινών είναι η ημικυτταρίνη (στους δημητριακούς καρπούς, δηλαδή στα ολικής άλεσης προϊόντα δημητριακών, στο πίτυρο σίτου), οι πηκτίνες (στη φλούδα των φρούτων και ιδιαίτερα του μήλου, στα εσπεριδοειδή, στο παντζάρι κ.ά.) οι άπεπτοι ολιγοσακχαρίτες (στα κρεμμύδια, στα σκόρδα, στο φλοιό του σπόρου ψύλλιο, οι β-γλυκάνες στη βρώμη και στο κριθάρι, οι πεντόζες στη σίκαλη κ.ά.)
- Αδιάλυτες διαιτητικές ίνες: Δεν διαλύονται στο νερό, αλλά παρόλα αυτά συγκρατούν νερό βοηθώντας στη δημιουργία όγκου κοπράνων και πιο μαλακής υφής. Παράλληλα, μειώνουν το χρόνο διέλευσης του εντερικού περιεχομένου. Οι περισσότερες αδιάλυτες ίνες είναι ανθεκτικές στην ζύμωση στο παχύ έντερο (μη ζυμώσιμες ίνες). Στις αδιάλυτες ίνες περιλαμβάνονται η κυτταρίνη (αποτελεί το κύριο δομικό συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος των φυτών και συνεπώς την βρίσκουμε στους δημητριακούς καρπούς, στο καλαμπόκι, στα όσπρια, στα λαχανικά, ιδιαίτερα στα ριζώδη και φυλλώδη, κ.ά.), η λιγνίνη (στο πίτυρο σίτου και λιναρόσπορου, στο μαύρο ρύζι, στα φρούτα, ιδιαίτερα στις φράουλες και τα ροδάκινα κ.ά.), το ανθεκτικό άμυλο (βρίσκεται σε ένα ευρύ φάσμα τροφίμων όπως στους δημητριακούς καρπούς, στα όσπρια, στις μη ώριμες μπανάνες, στις πατάτες οι οποίες έχουν μαγειρευτεί και κρυώσει πριν καταναλωθούν κ.ά.)
Ωστόσο, οι τροφές οι οποίες είναι πλούσιες σε εδώδιμες ίνες περιέχουν γενικά και τους δύο τύπους (διαλυτές & αδιάλυτες) με τα ποσοστά τους να διαφέρουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέθοδος μαγειρέματος μεταβάλει την χημική δομή των μη-αμυλούχων πολυσακχαριτών. Με την επίδραση της θερμοκρασίας (πχ. βράσιμο) μειώνεται η ποσότητα των αδιάλυτων και αυξάνεται η ποσότητα των διαλυτών ινών.
Τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες
Όλες οι φυτικές τροφές οι οποίες περιέχουν κυτταρικό τοίχωμα περιέχουν συστατικά τα οποία δεν πέπτονται από τα ένζυμα του γαστρεντερικού συστήματος και συνεπώς δεν απορροφώνται. Τα προϊόντα δημητριακών ολικής άλεσης, τα όσπρια, τα φρούτα, τα λαχανικά και οι πατάτες αποτελούν τις κύριες πηγές διαιτητικών ινών. Οι ξηροί καρποί και οι ελαιούχοι σπόροι περιέχουν επίσης υψηλές συγκεντρώσεις ινών.
Όσον αφορά τα δημητριακά (σιτηρά), ο καρπός τους περιέχει 10-15% άπεπτα συστατικά, δηλαδή ίνες. Το σιτάρι και το καλαμπόκι περιέχουν ένα υψηλό ποσοστό μη αμυλούχων πολυσακχαριτών, όπως κυτταρίνη και ημικυτταρίνη. Η βρώμη και το κριθάρι περιέχουν (διαλυτή) β-γλυκάνη. Οι δημητριακοί καρποί περιέχουν επίσης υψηλό ποσοστό λιγνίνης.
Τα λαχανικά περιέχουν χαμηλότερα επίπεδα μη-αμυλούχων πολυσακχαριτών από τα δημητριακά, καθώς έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε νερό. Από τους μη-αμυλούχους πολυσακχαρίτες που είναι παρόντες, περίπου το 30–40% είναι (αδιάλυτη) κυτταρίνη. Τα υπόλοιπα συστατικά είναι πολυσακχαρίτες άλλοι από κυτταρίνες, κυρίως πηκτίνες (εσπεριδοειδή, φλούδα μήλου, μπανάνες, φράουλες, παντζάρια κ.λπ.). Κάποια όσπρια, όπως τα φασόλια και ο αρακάς, περιέχουν μη-αμυλούχους πολυσακχαρίτες αποθηκευμένους στο κυτταρικό τοίχωμα (πχ. κόμμι γκούαρ, γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες).
Βάση των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων συστήνει κατανάλωση 25g την ημέρα για τους ενήλικες. Δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να τεθούν επαρκείς προσλήψεις για τα παιδιά. Πρόσληψη διαιτητικών ινών 8 -10 g ανά 950-1200 kcal θεωρείται επαρκής για φυσιολογική κένωση στα παιδιά από την ηλικία του ενός έτους. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατανάλωση ινών μεγαλύτερη από 50g την ημέρα δεν έχει κάποιο πρόσθετο όφελος και μπορεί να είναι και ενοχλητική, προκαλώντας κοιλιακή διάταση και μετεωρισμό.
Πότε απαιτείται φαρμακευτική παρέμβαση
Σε περίπτωση που η θεραπευτική προσέγγιση της δυσκοιλιότητας με τροποποίηση της διατροφής, του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς του ασθενή αποτύχουν, θα πρέπει να γίνει μια εκτενής αξιολόγηση από γαστρεντερολόγο για την σωστή αξιολόγηση των συμπτωμάτων και της παθοφυσιολογίας, καθώς και τον σχεδιασμό της κατάλληλης θεραπευτικής παρέμβασης. Στη θεραπευτική παρέμβαση μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάποια φαρμακευτική ή άλλη αγωγή. Στα φάρμακα περιλαμβάνονται τα συνταγογραφούμενα και τα μη συνταγογραφούμενα –πάντα με την συμβουλή του θεράποντος ιατρού ή/ και του φαρμακοποιού.. Η φαρμακοτεχνική μορφή μπορεί να είναι δισκίο, υπόθετο, σκόνη, μαρμελάδα για δυσκοιλιότητα όπως η Tamarine®, φακελάκια τσαγιού, πόσιμο υγρό κ.λπ. Μια από τις δραστικές που προτιμάται στα καθαρτικά είναι η σένα (senna), γνωστή επίσης και ως Σέννα ή Φύλλα Αλεξανδρείας, η οποία είναι αποτελεσματική για την βραχυχρόνια αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας.
Χριστίνα Κωστάρα
Διατροφολόγος – Διαιτολόγος, MMedSci
_______________________________________________________________________________
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Amol Sharma et al. Constipation: Pathophysiology and current Therapeutic Approaches. Handb Exp Pharmacol 2017q 239: 59-74
- Hipsley EH (1953) Dietary ‘fibre’ and pregnancy toxaemia. British Medical Journal 2: 420– 2.
- John H. Cummings and Amanda Engineer. Denis Burkitt and the origins of the dietary fibre hypothesis. Nutrition Research Reviews, page 1 of 15. 2017
-
- Jordi Serra, Daniel Pohl et al. 2019. European society of neurogastroenterology and motility guidelines on functional constipation in adults. Neurogastroenterology & Motility. 2020;32:e13762.
- MAHAN, L., 2020. Krause And Mahan’s Food & The Nutrition Care Process. 15th ed. SAUNDERS.
- D. A. T. SOUTHGATE • Nutrition and Food Quality Division, Agricultural Research Council, Food Research Institute, Norwich NR4 7UA, England.
- Sarria Beatriz et al. Effects of regularly consuming dietary fibre rich soluble cocoa products on bowel habits in healthy subjects: a free- living, two-stage, randomized, crossover, single-blind intervention. Nutr. Metab (Lond) 2012; 9:33
- Trowell HC (1974) Definition of dietary fibre. Lancet 1: 503.
- Refined carbohydrate foods and disease. Some implications of dietary fibre. Edited D. P. Burkitt and H. C. Trowell. 1975. London: Academic. British Journal of Surgery, Volume 63, Issue 11, November 1976, Page 898, https://doi.org/10.1002/bjs.1800631118