Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Cassia angustifolia*** [γνωστή ως σέννα του Tinnevelly]), ή Cassia senna (Κασσία η σέννα). Γνωστή επίσης και ως Σέννα, Σιναμική ή Φύλλα Αλεξανδρείας. Αποτελεί ένα εκτιμώμενο παραδοσιακό καθαρτικό που χρησιμοποιείται από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα.
Είναι θάμνος το ύψος του οποίου κυμαίνεται από μισό έως δύο μέτρα. Εμφανίζεται επίσης και ως δενδρύλλιο ή και ως μεγάλο δένδρο. Καλλιεργείται στην Ινδία και στις χώρες γύρω από την Ερυθρά Θάλασσα (κυρίως στο Σουδάν). Περιέχει περίπου 6 σπόρους σε κάθε λοβό. Χρήσιμα μέρη της είναι τα φύλλα και τα περικάρπια. Τα φύλλα και οι καρποί περιέχουν 2-3% σεννοσίδες (γλυκοσίδια σέννας) τύπου Α,Β,C & D (με πιο γνωστές τις Α & Β), φλαβονοειδή και μερικούς πολυσακχαρίτες. Τα φύλλα έχουν ισχυρότερη δράση από τους λοβούς των καρπών. Oι Σεννοσίδες Α & Β και τα προϊόντα του μεταβολισμού τους, δρουν στο παχύ έντερο συμβάλλοντας στην ευκολότερη και γρηγορότερη εντερική κινητικότητα.
Ιστορία
Τον 9ο αιώνα οι Άραβες γιατροί τη χρησιμοποιούσαν ως ισχυρό καθαρτικό. Γρήγορα η χρήση της διαδόθηκε και οι λοβοί των καρπών και τα φύλλα χρησιμοποιούνται έως σήμερα ως καθαρτικό. Παρουσιάστηκε στην Ευρώπη από τους Άραβες που τη μετέφεραν στην Βενετία τον 11ο αιώνα όμως η χρήση των φύλλων της σέννας για θεραπευτικούς σκοπούς διαδόθηκε στην ήπειρο μας κατά το τέλος του Μεσαίωνα. Στη σύγχρονη ιατρική έχει χρησιμοποιηθεί από την δεκαετία του 50 ως καθαρτικό.
Oνομάζεται και «φύλλα Αλεξανδρείας», διότι το λιμάνι της Αλεξάνδρειας -για εκατονταετίες- ήταν ο κύριος κόμβος μεταφοράς της. Η αραβική ονομασία «sanā», από όπου προέκυψε και η ονομασία σέννα, σημαίνει λαμπερός και πιθανόν να οφείλεται στο έντονο κίτρινο χρώμα των ανθέων του φυτού. Η Ινδική ονομασία των φύλλων “rajavriksha”, σημαίνει «ο βασιλιάς των δέντρων».
*** Angustifolia (= «έχων λεπτό φύλλωμα»)